αλλαή
Смотреть что такое "αλλαή" в других словарях:
καταλαγιάζω — καταλάγιασα, καταλαγιασμένος 1. κάνω κάποιον να ησυχάσει: Ήταν πολύ ανήσυχος, αλλάη μάνα του τον καταλάγιασε. 2. ησυχάζω, κοιμάμαι: Είναι ώρα να καταλαγιάσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)